- διωξικέλευθος
- δῐωξῐκέλευθος, ον,A urging on the way,
κέντρα AP6.246
(Phld. or Marc. Arg.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέντρα AP6.246
(Phld. or Marc. Arg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διωξικέλευθος — διωξικέλευθος, ον (Α) φρ. «κέντρα διωξικέλευθα» τρυπήματα με βουκέντρα που αναγκάζουν το ζώο να τρέξει. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) διωξι (< διώκω) + κέλευθος. Η λ. ανήκει στην κατηγορία τών αρχαίων συνθέτων που, ακολουθώντας κατά τη σύνθεση έναν… … Dictionary of Greek
διωξικέλευθα — διωξικέλευθος urging on the way neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώκω — και διώχνω και διώχτω (AM διώκω) 1. (για κυνήγι, πόλεμο κ.λπ.) καταδιώκω, κυνηγώ με σκοπό να συλλάβω κάποιον 2. διατυπώνω επίσημα καταγγελία εναντίον κάποιου και κινώ τη διαδικασία να προσαχθεί σε δίκη 3. αποδιώχνω, εκτοπίζω 4. φρ. «ήρθαν τ άγρια … Dictionary of Greek
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek